Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
κάμπανος
καμπεσίγουνος
View word page
κάμμα
that which is supped up

ShortDef

that which is supped up

Debugging

Headword:
κάμμα
Headword (normalized):
κάμμα
Headword (normalized/stripped):
καμμα
IDX:
44807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44808
Key:

Data

{'content': 'that which is supped up'}