Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
κάμπανος
View word page
καμίσιον
shirt
ShortDef
shirt
Debugging
Headword:
καμίσιον
Headword (normalized):
καμίσιον
Headword (normalized/stripped):
καμισιον
IDX:
44806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44807
Key:
Data
{'content': 'shirt'}