Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
View word page
καμινώδης
like an oven

ShortDef

like an oven

Debugging

Headword:
καμινώδης
Headword (normalized):
καμινώδης
Headword (normalized/stripped):
καμινωδης
IDX:
44805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44806
Key:

Data

{'content': 'like an oven'}