Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
View word page
κάμινος
an oven, furnace, kiln

ShortDef

an oven, furnace, kiln

Debugging

Headword:
κάμινος
Headword (normalized):
κάμινος
Headword (normalized/stripped):
καμινος
IDX:
44803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44804
Key:

Data

{'content': 'an oven, furnace, kiln'}