Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
View word page
καμινοκαύστης
one who heats a furnace

ShortDef

one who heats a furnace

Debugging

Headword:
καμινοκαύστης
Headword (normalized):
καμινοκαύστης
Headword (normalized/stripped):
καμινοκαυστης
IDX:
44802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44803
Key:

Data

{'content': 'one who heats a furnace'}