Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
View word page
καμινόθεν
from a furnace

ShortDef

from a furnace

Debugging

Headword:
καμινόθεν
Headword (normalized):
καμινόθεν
Headword (normalized/stripped):
καμινοθεν
IDX:
44801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44802
Key:

Data

{'content': 'from a furnace'}