Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελής2
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
ἀμελκτήρ
ἀμελκτός
ἀμέλλητος
ἄμελξις
ἀμελῴδητος
ἄμεμπτος
View word page
ἀμελητής
one who neglects

ShortDef

one who neglects

Debugging

Headword:
ἀμελητής
Headword (normalized):
ἀμελητής
Headword (normalized/stripped):
αμελητης
IDX:
4479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4480
Key:

Data

{'content': 'one who neglects'}