Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
View word page
καμινίτης
baked in an oven

ShortDef

baked in an oven

Debugging

Headword:
καμινίτης
Headword (normalized):
καμινίτης
Headword (normalized/stripped):
καμινιτης
IDX:
44798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44799
Key:

Data

{'content': 'baked in an oven'}