Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
View word page
καμινεύω
to heat in a furnace

ShortDef

to heat in a furnace

Debugging

Headword:
καμινεύω
Headword (normalized):
καμινεύω
Headword (normalized/stripped):
καμινευω
IDX:
44796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44797
Key:

Data

{'content': 'to heat in a furnace'}