Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμηλώδης
καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
View word page
καμινευτικός
of or for a furnace

ShortDef

of or for a furnace

Debugging

Headword:
καμινευτικός
Headword (normalized):
καμινευτικός
Headword (normalized/stripped):
καμινευτικος
IDX:
44795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44796
Key:

Data

{'content': 'of or for a furnace'}