Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
View word page
καμινευτήρ
of a smith's bellows

ShortDef

of a smith's bellows

Debugging

Headword:
καμινευτήρ
Headword (normalized):
καμινευτήρ
Headword (normalized/stripped):
καμινευτηρ
IDX:
44794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44795
Key:

Data

{'content': "of a smith's bellows"}