Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
View word page
καμινεύς
furnace-worker, smith

ShortDef

furnace-worker, smith

Debugging

Headword:
καμινεύς
Headword (normalized):
καμινεύς
Headword (normalized/stripped):
καμινευς
IDX:
44793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44794
Key:

Data

{'content': 'furnace-worker, smith'}