Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτικός
View word page
καμηλώδης
camel-like
ShortDef
camel-like
Debugging
Headword:
καμηλώδης
Headword (normalized):
καμηλώδης
Headword (normalized/stripped):
καμηλωδης
IDX:
44785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44786
Key:
Data
{'content': 'camel-like'}