Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
View word page
καμηλοτρόφος
camel-keeper

ShortDef

camel-keeper

Debugging

Headword:
καμηλοτρόφος
Headword (normalized):
καμηλοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
καμηλοτροφος
IDX:
44784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44785
Key:

Data

{'content': 'camel-keeper'}