Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
View word page
καμηλοτροφέω
feed, keep camels

ShortDef

feed, keep camels

Debugging

Headword:
καμηλοτροφέω
Headword (normalized):
καμηλοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
καμηλοτροφεω
IDX:
44783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44784
Key:

Data

{'content': 'feed, keep camels'}