Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
View word page
κάμηλος
a camel
ShortDef
a camel
Debugging
Headword:
κάμηλος
Headword (normalized):
κάμηλος
Headword (normalized/stripped):
καμηλος
IDX:
44782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44783
Key:
Data
{'content': 'a camel'}