Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
Καμικός
Κάμιλλος
κάμιλος
View word page
καμηλοβοσκός
camel-herd
ShortDef
camel-herd
Debugging
Headword:
καμηλοβοσκός
Headword (normalized):
καμηλοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
καμηλοβοσκος
IDX:
44779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44780
Key:
Data
{'content': 'camel-herd'}