Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
View word page
καμηλίζω
to be like a camel

ShortDef

to be like a camel

Debugging

Headword:
καμηλίζω
Headword (normalized):
καμηλίζω
Headword (normalized/stripped):
καμηλιζω
IDX:
44776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44777
Key:

Data

{'content': 'to be like a camel'}