Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
View word page
καμηλέμπορος
one who carries his wares on a camel

ShortDef

one who carries his wares on a camel

Debugging

Headword:
καμηλέμπορος
Headword (normalized):
καμηλέμπορος
Headword (normalized/stripped):
καμηλεμπορος
IDX:
44775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44776
Key:

Data

{'content': 'one who carries his wares on a camel'}