Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
κάμηλος
View word page
καμηλάσιον
wages of camel-driver

ShortDef

wages of camel-driver

Debugging

Headword:
καμηλάσιον
Headword (normalized):
καμηλάσιον
Headword (normalized/stripped):
καμηλασιον
IDX:
44772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44773
Key:

Data

{'content': 'wages of camel-driver'}