Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
View word page
καμηλασία
camel-driving

ShortDef

camel-driving

Debugging

Headword:
καμηλασία
Headword (normalized):
καμηλασία
Headword (normalized/stripped):
καμηλασια
IDX:
44771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44772
Key:

Data

{'content': 'camel-driving'}