Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
View word page
κάμηλα
camella

ShortDef

camella

Debugging

Headword:
κάμηλα
Headword (normalized):
κάμηλα
Headword (normalized/stripped):
καμηλα
IDX:
44769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44770
Key:

Data

{'content': 'camella'}