Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
View word page
Καμβύσης
Cambyses

ShortDef

Cambyses

Debugging

Headword:
Καμβύσης
Headword (normalized):
καμβύσης
Headword (normalized/stripped):
καμβυσης
IDX:
44767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44768
Key:

Data

{'content': 'Cambyses'}