Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
View word page
καματώδης
toilsome, wearisome

ShortDef

toilsome, wearisome

Debugging

Headword:
καματώδης
Headword (normalized):
καματώδης
Headword (normalized/stripped):
καματωδης
IDX:
44765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44766
Key:

Data

{'content': 'toilsome, wearisome'}