Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
View word page
κάματος
toil, trouble, labour

ShortDef

toil, trouble, labour

Debugging

Headword:
κάματος
Headword (normalized):
κάματος
Headword (normalized/stripped):
καματος
IDX:
44764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44765
Key:

Data

{'content': 'toil, trouble, labour'}