Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
View word page
καματηρός
toilsome, troublesome, wearisome

ShortDef

toilsome, troublesome, wearisome

Debugging

Headword:
καματηρός
Headword (normalized):
καματηρός
Headword (normalized/stripped):
καματηρος
IDX:
44763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44764
Key:

Data

{'content': 'toilsome, troublesome, wearisome'}