Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
View word page
καματηδόν
laboriously

ShortDef

laboriously

Debugging

Headword:
καματηδόν
Headword (normalized):
καματηδόν
Headword (normalized/stripped):
καματηδον
IDX:
44762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44763
Key:

Data

{'content': 'laboriously'}