Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
View word page
καμάσσω
shake
ShortDef
shake
Debugging
Headword:
καμάσσω
Headword (normalized):
καμάσσω
Headword (normalized/stripped):
καμασσω
IDX:
44761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44762
Key:
Data
{'content': 'shake'}