Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμάρα
καμαρικά
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
κάμηλα
View word page
καμασῆνες
a kind of fish

ShortDef

a kind of fish

Debugging

Headword:
καμασῆνες
Headword (normalized):
καμασῆνες
Headword (normalized/stripped):
καμασηνες
IDX:
44759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44760
Key:

Data

{'content': 'a kind of fish'}