Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
ἀμέλαθρος
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελής2
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
ἀμελκτήρ
ἀμελκτός
View word page
ἀμελής
careless, heedless, negligent
ShortDef
careless, heedless, negligent
unmelodious
Debugging
Headword:
ἀμελής
Headword (normalized):
ἀμελής
Headword (normalized/stripped):
αμελης
IDX:
4475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4476
Key:
Data
{'content': 'careless, heedless, negligent'}