Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάμαξ
καμάρα
καμαρικά
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
Κάμειρος
View word page
καμαρωτός
vaulted, arched
ShortDef
vaulted, arched
Debugging
Headword:
καμαρωτός
Headword (normalized):
καμαρωτός
Headword (normalized/stripped):
καμαρωτος
IDX:
44758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44759
Key:
Data
{'content': 'vaulted, arched'}