Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμαρικά
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
Καμβύλος
Καμβύσης
View word page
καμαρωτικός
used in vaulting

ShortDef

used in vaulting

Debugging

Headword:
καμαρωτικός
Headword (normalized):
καμαρωτικός
Headword (normalized/stripped):
καμαρωτικος
IDX:
44757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44758
Key:

Data

{'content': 'used in vaulting'}