Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλωστρόφος
καμακίας
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμαρικά
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδης
View word page
καμάρωμα
vault, arch
ShortDef
vault, arch
Debugging
Headword:
καμάρωμα
Headword (normalized):
καμάρωμα
Headword (normalized/stripped):
καμαρωμα
IDX:
44755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44756
Key:
Data
{'content': 'vault, arch'}