Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάλως
καλωστρόφος
καμακίας
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμαρικά
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
View word page
καμαρόω
furnish with a vault

ShortDef

furnish with a vault

Debugging

Headword:
καμαρόω
Headword (normalized):
καμαρόω
Headword (normalized/stripped):
καμαροω
IDX:
44754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44755
Key:

Data

{'content': 'furnish with a vault'}