Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάλωρ
κάλως
καλωστρόφος
καμακίας
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμαρικά
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμάσσω
καματηδόν
καματηρός
View word page
καμαροειδής
like a vault, vaulted

ShortDef

like a vault, vaulted

Debugging

Headword:
καμαροειδής
Headword (normalized):
καμαροειδής
Headword (normalized/stripped):
καμαροειδης
IDX:
44753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44754
Key:

Data

{'content': 'like a vault, vaulted'}