Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
Κάλωρ
κάλως
καλωστρόφος
καμακίας
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμαρικά
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
View word page
καμάρα
anything with an arched cover: a covered carriage, barge, vault

ShortDef

anything with an arched cover: a covered carriage, barge, vault

Debugging

Headword:
καμάρα
Headword (normalized):
καμάρα
Headword (normalized/stripped):
καμαρα
IDX:
44749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44750
Key:

Data

{'content': 'anything with an arched cover: a covered carriage, barge, vault'}