Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
Κάλωρ
κάλως
καλωστρόφος
καμακίας
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμαρικά
Καμάρινα
Καμαριναῖος
καμαροειδής
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
View word page
καμακίας
which makes too much straw

ShortDef

which makes too much straw

Debugging

Headword:
καμακίας
Headword (normalized):
καμακίας
Headword (normalized/stripped):
καμακιας
IDX:
44746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44747
Key:

Data

{'content': 'which makes too much straw'}