Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
Κάλωρ
κάλως
καλωστρόφος
καμακίας
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμαρικά
View word page
καλωνυμέομαι
to be in good repute, bear a good name

ShortDef

to be in good repute, bear a good name

Debugging

Headword:
καλωνυμέομαι
Headword (normalized):
καλωνυμέομαι
Headword (normalized/stripped):
καλωνυμεομαι
IDX:
44740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44741
Key:

Data

{'content': 'to be in good repute, bear a good name'}