Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
Κάλωρ
κάλως
καλωστρόφος
καμακίας
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
View word page
καλῴδιον
small cord
ShortDef
small cord
Debugging
Headword:
καλῴδιον
Headword (normalized):
καλῴδιον
Headword (normalized/stripped):
καλωδιον
IDX:
44739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44740
Key:
Data
{'content': 'small cord'}