Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
ἀμέλαθρος
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελής2
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
View word page
ἀμελέτητος
unpractised

ShortDef

unpractised

Debugging

Headword:
ἀμελέτητος
Headword (normalized):
ἀμελέτητος
Headword (normalized/stripped):
αμελετητος
IDX:
4473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4474
Key:

Data

{'content': 'unpractised'}