Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
Κάλωρ
κάλως
καλωστρόφος
καμακίας
καμάκινος
View word page
Καλχηδών
Calchedon (Chalcedon)

ShortDef

Calchedon (Chalcedon)

Debugging

Headword:
Καλχηδών
Headword (normalized):
καλχηδών
Headword (normalized/stripped):
καλχηδων
IDX:
44737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44738
Key:

Data

{'content': 'Calchedon (Chalcedon)'}