Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
Κάλωρ
κάλως
καλωστρόφος
καμακίας
View word page
Καλχηδόνιος
of Calchedon (Chalcedon)

ShortDef

of Calchedon (Chalcedon)

Debugging

Headword:
Καλχηδόνιος
Headword (normalized):
καλχηδόνιος
Headword (normalized/stripped):
καλχηδονιος
IDX:
44736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44737
Key:

Data

{'content': 'of Calchedon (Chalcedon)'}