Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
Κάλωρ
κάλως
καλωστρόφος
View word page
κάλχη
the murex

ShortDef

the murex

Debugging

Headword:
κάλχη
Headword (normalized):
κάλχη
Headword (normalized/stripped):
καλχη
IDX:
44735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44736
Key:

Data

{'content': 'the murex'}