Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
Κάλωρ
View word page
καλχαίνω
to make purple

ShortDef

to make purple

Debugging

Headword:
καλχαίνω
Headword (normalized):
καλχαίνω
Headword (normalized/stripped):
καλχαινω
IDX:
44733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44734
Key:

Data

{'content': 'to make purple'}