Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
View word page
Καλυψώ
Calypso
ShortDef
Calypso
Debugging
Headword:
Καλυψώ
Headword (normalized):
καλυψώ
Headword (normalized/stripped):
καλυψω
IDX:
44732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44733
Key:
Data
{'content': 'Calypso'}