Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
View word page
κάλυψις
covering

ShortDef

covering

Debugging

Headword:
κάλυψις
Headword (normalized):
κάλυψις
Headword (normalized/stripped):
καλυψις
IDX:
44731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44732
Key:

Data

{'content': 'covering'}