Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
καλῴδιον
View word page
καλύπτω
to cover with
ShortDef
to cover with
Debugging
Headword:
καλύπτω
Headword (normalized):
καλύπτω
Headword (normalized/stripped):
καλυπτω
IDX:
44729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44730
Key:
Data
{'content': 'to cover with'}