Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
κάλχιον
View word page
καλύπτρη
veil

ShortDef

veil

Debugging

Headword:
καλύπτρη
Headword (normalized):
καλύπτρη
Headword (normalized/stripped):
καλυπτρη
IDX:
44728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44729
Key:

Data

{'content': 'veil'}