Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
Καλχηδών
View word page
καλύπτρα
a woman's veil

ShortDef

a woman's veil

Debugging

Headword:
καλύπτρα
Headword (normalized):
καλύπτρα
Headword (normalized/stripped):
καλυπτρα
IDX:
44727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44728
Key:

Data

{'content': "a woman's veil"}