Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
Καλχηδόνιος
View word page
καλυπτός
put round so as to cover, enfolding, enveloping

ShortDef

put round so as to cover, enfolding, enveloping

Debugging

Headword:
καλυπτός
Headword (normalized):
καλυπτός
Headword (normalized/stripped):
καλυπτος
IDX:
44726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44727
Key:

Data

{'content': 'put round so as to cover, enfolding, enveloping'}